- φεσοποιείο
- fes yapımevi
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φεσοποιείο — το, Ν εργοστάσιο όπου κατασκευάζονται φέσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεσοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. φεσοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
φεσοποιείο — το το εργοστάσιο κατασκευής φεσιών, το φεσάδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεσάδικο — το, Ν φεσοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φεσαδ τού πληθ. φεσάδες τού φεσάς + κατάλ. ικο (πρβλ. γαλατάδ ικο)] … Dictionary of Greek